τσεγγέλι

τσεγγέλι
το, Ν
βλ. τσιγκέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσιγκέλι — και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν 1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο 2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού 3. φρ. «με το τσιγκέλι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”